- δεινοπάθεια
- δεινοπάθειαexaggerated complaintfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεινοπαθείᾳ — δεινοπαθείᾱͅ , δεινοπάθεια exaggerated complaint fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινοπάθεια — η (AM δεινοπάθεια) [δεινοπαθώ] νεοελλ. φοβερή ταλαιπωρία αρχ. μσν. μεμψιμοιρία, παράπονο … Dictionary of Greek
δεινοπαθείας — δεινοπαθείᾱς , δεινοπάθεια exaggerated complaint fem acc pl δεινοπαθείᾱς , δεινοπάθεια exaggerated complaint fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινοπάθειαν — δεινοπάθεια exaggerated complaint fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινοπάθηση — η (AM δεινοπάθησις) [δεινοπαθώ] η δεινοπάθεια … Dictionary of Greek
δυσαρέστηση — η (AM δυσαρέστησις) νεοελλ. το να δυσαρεστείται κάποιος, η πρόκληση δυσφορίας αρχ. 1. δεινοπάθεια 2. δυσαρεστία … Dictionary of Greek
μαρτυρεμός — ο [μαρτυρώ] ταλαιπωρία, δεινοπάθεια … Dictionary of Greek
προσοχθισμός — ὁ, Α [προσοχθίζω] (κατά τον Ησύχ.) «πρόσκρουσις, δεινοπάθεια, πάθος γνώμης, συμπάθεια» … Dictionary of Greek